Για να καθοριστεί το προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου, λαμβάνονται υπόψη τροποποιήσιμοι και μη τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου. Οι μη τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου, δηλαδή αυτοί που δεν μπορούν να ελεγχθούν, περιλαμβάνουν παραμέτρους όπως η ηλικία, το φύλο, η εθνικότητα, και το οικογενειακό ιστορικό καρδιαγγειακών παθήσεων.
Οι τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου είναι οι παράγοντες που μπορούν να αντιμετωπιστούν και σε αυτούς εστιάζει η όποια θεραπεία για τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Σύμφωνα με έρευνες στον ελληνικό πληθυσμό, το 25% των Ελλήνων είναι υπέρβαροι ενώ το 44% του πληθυσμού έχει υψηλά επίπεδα χοληστερόλης. Η υιοθέτηση μιας υγιεινής διατροφής και ενός υγιεινού τρόπου ζωής μπορούν συχνά να συμβάλουν σημαντικά στη βελτίωση των παραγόντων κινδύνου, συμβάλλοντας σημαντικά στη μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων. Ακολουθεί μια επισκόπηση των κύριων, μεταβολικών παραγόντων κινδύνου.
Υπέρταση
Η ιδανική αρτηριακή πίεση σε υγιείς ενήλικες είναι κάτω από 120 mmHg για την συστολική και κάτω από 80 mmHg για τη διαστολική. Οποιαδήποτε τιμή αρτηριακής πίεσης άνω του 140 mmHg για τη συστολική και άνω του 90 mmHg για τη διαστολική θεωρείται υπέρταση. Η υπέρταση μπορεί να οδηγήσει σε στεφανιαία νόσο, έμφραγμα του μυοκαρδίου, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και νεφρική ανεπάρκεια. Τα δεδομένα από τον Ελλαδικό χώρο δείχνουν ότι το 65% των ανδρών και το 40% των γυναικών με υπέρταση δεν λαμβάνουν καμία θεραπεία. Καθώς η υψηλή αρτηριακή πίεση δεν παρουσιάζει συμπτώματα, κρίνεται σημαντική η τακτική μέτρηση της πίεσης, ιδιαίτερα σε άτομα που παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο για υπέρταση.
Παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές αρτηριακής πίεσης είναι η διατροφή, και ιδιαίτερα η πρόσληψη αλατιού, το σωματικό βάρος, η ηλικία και το οικογενειακό ιστορικό υπέρτασης. Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά στη μείωση της αρτηριακής πίεσης. Για παράδειγμα, μπορείτε να συμβουλέψετε τον ασθενή σας να υιοθετήσει μικρές, σταδιακές αλλαγές όπως να μειώσει την ποσότητα αλατιού που προσλαμβάνει, να υιοθετήσει ένα υγιεινό διατροφικό πρότυπο όπως είναι η Μεσογειακή διατροφή, να ασκείται τακτικότερα, να μειώσει το άγχος και να διακόψει το κάπνισμα.
Αυξημένο βάρος/παχυσαρκία
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, 56,3% των ατόμων άνω των 15 ετών είναι υπέρβαροι και παχύσαρκοι. Η αύξηση του βάρους προκύπτει όταν η ενέργεια που προσλαμβάνεται μέσω της διατροφής είναι μεγαλύτερη από αυτήν που καταναλώνεται μέσω των καθημερινών δραστηριοτήτων. Για τη διατήρηση ενός σταθερού, και ιδανικά φυσιολογικού βάρους, η προσλαμβανόμενη και η καταναλισκόμενη ενέργεια θα πρέπει να βρίσκονται σε ισορροπία.
Η απώλεια βάρους προκύπτει όταν η καταναλισκόμενη ενέργεια είναι μεγαλύτερη από την προσλαμβανόμενη, το οποίο συμβαίνει είτε όταν προσλαμβάνονται λιγότερες θερμίδες μέσω της διατροφής είτε όταν καταναλώνονται περισσότερες θερμίδες μέσω της σωματικής δραστηριότητας καθώς και με συνδυασμό των παραπάνω.
Ένας χρήσιμος, άλλα όχι καθολικός δείκτης, είναι ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), ο οποίος χρησιμοποιείται για να καθορίσει το βάρος του ατόμου με βάση το ύψος του. Γενικά, όσο υψηλότερος και εκτός φυσιολογικών ορίων είναι ο ΔΜΣ, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου. Ο ΔΜΣ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλες τις περιπτώσεις ατόμων, όπως για παράδειγμα στις έγκυες γυναίκες, σε παιδιά κάτω των 16 ετών ή σε άτομα με συγκεκριμένες παθήσεις. Σε κάθε περίπτωση, το άτομο θα πρέπει να συμβουλεύεται το γιατρό και το διατροφολόγο του για να λάβει εξατομικευμένες συστάσεις.
Διαβήτης
Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 έχουν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου σε σύγκριση με άτομα χωρίς διαβήτη τύπου 2. Στην Ελλάδα τα άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη, σύμφωνα με τα επίσημα δεδομένα, φθάνουν το 1.187.370.26. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, αντιπροσωπευτικά του ελληνικού πληθυσμού, από βάση δεδομένων συνταγογράφησης, στη χώρα μας ο επιπολασμός του διαβήτη υπολογίζεται στο 7%.
Στους ασθενείς που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στους παράγοντες που οδηγούν σε καρδιαγγειακές παθήσεις. Η ύπαρξη σακχαρώδους διαβήτη αυξάνει, συνήθως, τις πιθανότητες για εμφάνιση άλλων, συνοδών νοσημάτων, όπως η παχυσαρκία και διαταραχές στο μεταβολισμό των λιπιδίων. Αυτές είναι διαδικασίες που μπορούν να καταστρέψουν τα αγγειακά τοιχώματα, γεγονός που συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.
Υψηλή χοληστερόλη
Η υψηλή χοληστερόλη είναι ένας σημαντικός τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις. Πάνω από το 50% του ενήλικου πληθυσμού της Ευρώπης έχει επίπεδα χοληστερόλης μεγαλύτερα από τα συνιστώμενα. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, 46% των ανδρών και 40% των γυναικών έχουν επίπεδα ολικής χοληστερόλης άνω των 200 mg/dl ενώ από αυτούς, το 40% των ανδρών και το 30% των γυναικών δεν έχουν επίγνωση της κατάστασής τους. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι, όμως, το γεγονός ότι μόλις 1 στους 3 Έλληνες φαίνεται να γνωρίζει τα φυσιολογικά όρια χοληστερόλης, ενώ το 43% των Ελλήνων δεν ελέγχει ποτέ το επίπεδο λιπιδίων τους. Όσον αφορά τα άτομα με γνωστή ήδη υπερχοληστερολαιμία, μόνο ο 1 στους 2 ακολουθεί την προτεινόμενη από τον γιατρό του φαρμακευτική αγωγή.
Η αυξημένη τιμή της LDL (χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης ή LDL-χοληστερόλης) σημαίνει ότι μια μεγάλη ποσότητα χοληστερόλης εναποτίθεται στο αρτηριακό τοίχωμα, γεγονός που αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες για την εμφάνιση θανατηφόρων ή μη, καρδιαγγειακών επεισοδίων.
Επιπλέον, υπάρχει και η περίπτωση τα επίπεδα της χοληστερόλης να είναι αυξημένα λόγω γενετικής προδιάθεσης, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην οικογενή υπερχοληστερολαιμία (HF). Στην περίπτωση αυτή, η κύρια αιτία των υψηλών επιπέδων χοληστερόλης στο αίμα είναι η ανεπάρκεια των υποδοχέων LDL, πρωτεϊνών που κανονικά επιτρέπουν στα σωματίδια LDL («κακής») χοληστερόλης να αφομοιωθούν και να μετασχηματιστούν από το ήπαρ και έτσι, τα επίπεδα της χοληστερόλης στο αίμα μπορούν, να αυξηθούν σημαντικά.